- ορθολογιστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στον ορθολογισμό: Ορθολογιστική οργάνωση της εργασίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ορθολογιστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον ορθολογισμό 2. φρ. «ορθολογιστική οργάνωση επιχείρησης» η οργάνωση επιχείρησης με τέτοιο τρόπο ώστε να ελαχιστοποιεί τα έξοδα και να μεγιστοποιεί την παραγωγικότητα και τα κέρδη. επίρρ... ορθολογιστικώς και ά 1.… … Dictionary of Greek
ορθολογικός — ή, ό ο σύμφωνος με τον ορθό λόγο, ορθολογιστικός. επίρρ... ορθολογικώς και ά από ορθολογική άποψη, με ορθολογία, με ορθολογισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Ι. Σκαλτσούνη] … Dictionary of Greek